- αλγινόεις
- ἀλγινόεις, -εσσα, -εν (Α)1. αλγεινός, οδυνηρός2. οικτρός, θλιβερός, άθλιος, δυστυχής3. επίμοχθος, κοπιαστικός, οχληρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλγοςλ. ποιητική που πλάστηκε για λόγους μετρικούς, πιθ. αναλογικά προς το επίθ. ἀργινόεις*].
Dictionary of Greek. 2013.