αλγινόεις

αλγινόεις
ἀλγινόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. αλγεινός, οδυνηρός
2. οικτρός, θλιβερός, άθλιος, δυστυχής
3. επίμοχθος, κοπιαστικός, οχληρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλγος
λ. ποιητική που πλάστηκε για λόγους μετρικούς, πιθ. αναλογικά προς το επίθ. ἀργινόεις*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀλγινόεις — painful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλγινόεν — ἀλγινόεις painful masc voc sg ἀλγινόεις painful neut nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλγινόεντα — ἀλγινόεις painful neut nom/voc/acc pl ἀλγινόεις painful masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλγινοέσσῃ — ἀλγινόεις painful fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλγινόεντας — ἀλγινόεις painful masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλγινόεντες — ἀλγινόεις painful masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλγινόεντι — ἀλγινόεις painful masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλγινόεντος — ἀλγινόεις painful masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλγινόεσσα — ἀλγινόεις painful fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλγινόεσσαν — ἀλγινόεις painful fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”